- ζεστός
- 1) chaleureux2) chaud
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζεστός — seethed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… … Dictionary of Greek
ζεστός — ή, ό 1. θερμός: Ζεστό γάλα. 2. αυτός που έχει πυρετό: Το παιδί είναι ζεστό. 3. αυτός που δημιουργεί φιλική ατμόσφαιρα, που ενθαρρύνει: Ζεστός άνθρωπος. – Ζεστά λόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεστότερον — ζεστός seethed adverbial comp ζεστός seethed masc acc comp sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστόν — ζεστός seethed masc/fem acc sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστότατον — ζεστός seethed masc acc superl sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστοτέρῳ — ζεστός seethed masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστοῦ — ζεστός seethed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστούς — ζεστός seethed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστά — ζεστός seethed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζεστῶν — ζεστός seethed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)